- ἐπεμβριμάομαι
- ἐπεμ-βρῑμάομαι,A to be indignant, rage against, Sch. rec.A.Pr.73.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπεμβριμήσομαι — ἐπεμβριμάομαι to be indignant aor subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἐπεμβριμάομαι to be indignant fut ind mp 1st sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμβριμησαμένου — ἐπεμβριμάομαι to be indignant aor part mp masc/neut gen sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)